- διαγωγικός
- -ή, -ό (Α διαγωγικός, -ή, -όν)νεοελλ.αυτός που αναφέρεται στη συμπεριφοράαρχ.φρ. «τέλος διαγωγικόν» — φόρος για τη διαγωγή, τη διάβαση, διαγώγιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγωγικά — διαγωγικός of neut nom/voc/acc pl διαγωγικά̱ , διαγωγικός of fem nom/voc/acc dual διαγωγικά̱ , διαγωγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)